Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Η ελληνικότητα και οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων

Το κείμενο που ακολουθεί είναι συμβολή στην έρευνα του περιοδικού Monthly Review. Το πλούσιο και ενδιαφέρον αφιέρωμα του περιοδικού -τχ. 50, Φεβρουάριος 2009- είχε ως στόχο να διερευνήσει τις δυνατότητες που έχει η Ελλάδα να διατηρήσει στοιχεία της εθνικής της ταυτότητας την εποχή της παγκοσμιοποίησης και με δεδομένη την ένταξή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς- στους θεσμούς της Δύσης. Το ερώτημα το οποίο τέθηκε ήταν το εξής:

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν γίνει πολλές συζητήσεις γύρω από την έννοια της ελληνικότητας στο χώρο της ιστορίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας κ.τ.λ. Πώς πιστεύετε ότι η ελληνικότητα εμπεριέχεται σήμερα στην πολιτική στρατηγική των ελληνικών κομμάτων;

Στην έρευνα συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι: Ηλίας Ανδριόπουλος, συνθέτης, Νάσος Βαγενάς, καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής, Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, Κώστας Ζουράρις, πολιτειολόγος, Θόδωρος, γλύπτης, Νικήτας Κακλαμάνης, δήμαρχος Αθηναίων, Μάκης Καραγιάννης, πεζογράφος, Ροβήρος Μανθούλης, σκηνοθέτης, Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Δημήτρης Νανόπουλος, ακαδημαϊκός - καθηγητής Φυσικής, Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Πανεπιστημίου, Στέλιος Παπαθεμελής, πρόεδρος της Δημοκρατικής Αναγέννησης, Μανώλης Ρασούλης, συνθέτης, Ευριπίδης Στυλιανίδης, υπουργός κ.ά.



Ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις της ελληνικότητας.

Η πρόσφατη διαμάχη από τις σελίδες των «ΝΕΩΝ» επανέφερε στο προσκήνιο μια σύγκρουση η οποία ενδεδυμένη διάφορα διλήμματα -μοντερνισμός και ελληνικότητα, ελληνισμός και Δύση, ελληνικότητα και παγκοσμιοποίηση- επανέρχεται συνεχώς εμφανίζοντας μια εξαιρετική αντοχή στον χρόνο.

Αυτή η αγωνιώδης και διαρκής αναζήτηση προσώπου, η οποία διατρέχει όλον τον εικοστό αιώνα, η εθνική μας ανασφάλεια και το άγχος της ελληνικότητας, επιτείνονται από τη σημερινή «παγκόσμια αταξία», τις συζητήσεις για τις «ετερότητες», τις πολιτισμικές, φυλετικές και εθνοτικές ταυτότητες.
Δυστυχώς κάθε φορά η συζήτηση αρχίζει από το μηδέν. Ξεχνούμε ότι η λέξη «ελληνικότητα» που εισάγεται στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ, αναδείχτηκε κυρίως από τη γενιά του ’30 και υπήρξε σημαντική για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας και της αισθητικής της. Γενικά, ο Σεφέρης απέφυγε να την ορίσει και σε αντίθεση με τον Κ. Τσάτσο –ο οποίος στον διάλογό τους ισχυριζόταν ότι υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία και κανόνες που τη συγκροτούν- πρόβαλε μια δυναμική αντίληψη για την ελληνικότητα, η οποία δεν είναι αιώνια, στατική και αμετάβλητη αλλά διαμορφώνεται ιστορικά.

Για τη φορτισμένη με ποικίλες εννοηματώσεις και καταχρηστικές συνδηλώσεις παρανοημένη έννοια, ας κρατήσουμε την πολύ ευρύχωρη προσέγγιση του Σεφέρη ότι περιλαμβάνει τα «χαρακτηριστικά των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από Έλληνες» (Δοκιμές Α σελ 480-481).
Αντί, λοιπόν, η συζήτηση να γίνεται με ανταλλαγές χαρακτηρισμών περί «γραικυλισμού», «σωβινισμού», σεφεροκτόνων, «εθνομηδενιστών» και «σχιζοφρενών εθνοκτόνων με το πριόνι» χρειάζεται αποσαφήνιση και τοποθέτηση της έννοιας μέσα στο νέο πλαίσιο.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όχι μόνο των αγορών αλλά και των πολιτισμών, κατά την οποία επιταχύνεται η ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών και κειμένων, αποτελεί ουτοπία η σκέψη ότι ένα κράτος-έθνος μπορεί να παραμένει αύταρκες, στραμμένο και αναδιπλωμένο στον εαυτό του. Νομίζω ότι το ερώτημα «ελληνικότητα» ή κοσμοπολιτισμός με τη μορφή της αποκλειστικής διάζευξης αποτελεί ψευδοδίλημμα. Προσεγγίζουμε τον κόσμο, κατά τη Martha Nussbaum, μέσα από μια τοπική ταυτότητα, από τις ιδιαίτερες αγάπες που έχουμε διαμορφώσει και που συνιστούν ομόκεντρους κύκλους -οικογένεια, γειτονιά, πόλη, περιοχή- ο μέγιστος των οποίων είναι η ανθρωπότητα.

Απέναντι στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και τον αυτάρεσκο εθνικισμό, που πολλές φορές φτάνει στα όρια του φονταμενταλισμού, πρέπει να αναζητήσουμε τη διαλεκτική ένταση του τοπικού με το παγκόσμιο. Ο ελληνικός πολιτισμός δεν διαμορφώθηκε με κλειστά σύνορα αλλά μέσα από τη διαφορά, τη σύγκριση και τον αδιάκοπο εμπλουτισμό του με το ξένο. Ακόμη και οι μεγάλοι μας ποιητές -Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης- οι οποίοι νομοθέτησαν τον κανόνα της εθνικής μας λογοτεχνίας δημιούργησαν το έργο τους με τον συνεχή διάλογο άλλων γλωσσών και πολιτισμών.

Η ελληνικότητα δεν εμπεριέχεται προγραμματικά στην πολιτική στρατηγική των κομμάτων αλλά αποσπασματικά και αντανακλαστικά: Πότε ως υπεράσπιση της παιδείας και της γλώσσας, πότε ως σύγκρουση για το νόημα της ιστορίας και των βιβλίων, πότε ως μάχη των ταυτοτήτων ή της σημαίας. Κάτω απ’ όλα αυτά, κυρίως την τελευταία δεκαπενταετία, αναδύεται ένας λόγος εμποτισμένος με αισθήματα ανασφάλειας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και τη «Νέα Τάξη», που καταργεί τις παλιές διαχωριστικές γραμμές αριστεράς-δεξιάς. Δίπλα στην ακροδεξιά ρητορική της φυλής και του εθνικισμού εμφανίζονται δυνάμεις της παραδοσιακής αριστεράς, η οποία πάντα είχε αναφορές στον λαό και στον διεθνισμό, να ερωτοτροπούν με το έθνος, την παράδοση, την ελληνικότητα ενάντια στην παγκόσμια τάξη.

Στην πολιτική ρητορική κυριαρχεί περισσότερο το ιδεολόγημα της ελληνικότητας, με την έννοια της «ψευδούς συνείδησης». Ένα θεωρητικό ρευστό που διαμορφώνεται και παίρνει σχήμα κάθε φορά από το δοχείο του ομιλητή. Η ελληνικότητα, όπως και η ιστορία, είναι μια μεγάλη αφήγηση, με την οποία αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Συγκροτείται από διαφορετικές και αντικρουόμενες εκδοχές που έρχονται στην επιφάνεια με αφορμή το κρυφό σχολειό, τα βιβλία της ιστορίας, την ελληνικότητα της Μακεδονίας κτλ.

Υπάρχει, βέβαια, και η τραγική πλευρά της ελληνικότητας. Η θλιβερή εικόνα των νεοελλήνων οι οποίοι ομνύουν στις αρετές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αλλά κολυμπούν στον οθωμανικό ραγιαδισμό, το ρουσφέτι και τη διαφθορά, εκστασιάζονται με το Αιγαίο και τον λυρισμό του Ελύτη ενώ ταυτόχρονα με τα αυθαίρετά τους έχουν καταπατήσει και καταστρέψει κάθε σπιθαμή ελληνικού τοπίου, φαντασιώνονται Μεγαλέξανδρους, αλλά δεν πληρώνουν φόρους και καταληστεύουν ένα υπερχρεωμένο ελληνικό δημόσιο.
Δυστυχώς, η πολιτική ρητορική της εύκολης δημαγωγίας η οποία μας θεωρεί πάντα θύματα και έθνος ανάδελφο, φοβική απέναντι στο ξένο, αγορεύει ασύστολα με συνθήματα, καταργεί τις αποχρώσεις, βρίσκει όλο και μεγαλύτερο ακροατήριο.

Ενδιαφέρουσα θα ήταν μια άλλη εκδοχή της ελληνικότητας, η οποία δεν είναι περιχαρακωμένη αλλά ανοιχτή σε ρεύματα και πολιτισμούς, δεν εκχωρεί τον στοχασμό και την κριτική σκέψη στα στερεότυπα, στις βολικές «αλήθειες» που χαϊδεύουν τα αυτιά, περήφανη για τις συλλογικές κατακτήσεις αλλά ταυτόχρονα που δεν φοβάται να αντικρίσει όσα η κυρίαρχη εθνική μνήμη έσπρωξε κάτω από το χαλί, έτοιμη να διαλεχθεί και να κατανοήσει τις μνήμες του «Άλλου».

info:
Η ελληνικότητα και οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων




Ακολουθούν τα κείμενα:

Από το ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο

2 σχόλια:

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

Ελληνικότητα , ελληνικότητα;...
Μας έχουν σφυρηλατήσει σχολειά και μάρμαρα
Αλλά εμείς μπορούμε να μιλάμε μονάχα για το Τώρα...
Άσφαλτος, τσιμέντο, μη μέτρο, κοροϊδία, φάσκελα, 700 €, υποκλίσεις, ανίκανοι, χαμένα όνειρα...
Κλεμμένα όνειρα!

Μάκης Καραγιάννης είπε...

Αγαπητέ VITA MI BAROUAK

Η ελληνικότητα είναι μια έννοια δυναμική η οποία διαμορφώνεται σε κάθε εποχή.
Δυστυχώς αυτή είναι η ελληνικότητα σήμερα...

"Άσφαλτος, τσιμέντο, μη μέτρο, κοροϊδία, φάσκελα, 700 €, υποκλίσεις, ανίκανοι, χαμένα όνειρα..."