Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Μυθιστορήματα τούβλα εναντίον μικρής φόρμας


The Books' Journal τχ. 57

«Πολύ λίγα βιβλία αξίζουν τον κόπο να είναι τόσο μεγάλα. Οι Αμερικανοί ειδικά λατρεύουν τα μεγάλα βιβλία. Νομίζω ότι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ένα σπουδαίο αμερικανικό μυθιστόρημα πρέπει να μοιάζει με τούβλο» είπε σε συνέντευξη στο ραδιόφωνο του BBC ο Ίαν Μακ Γιούαν.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι τάσεις της αγοράς επιβάλλουν ογκώδη μυθιστορήματα. Τα ερωτήματα, όμως, που ανακύπτουν σχετικά είναι πολλά. Είναι απόλυτα αναγκαίες οι 1161 σελίδες στο «2666» του Μπολάνιο; Οι 1002  σελίδες στο «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» του Πίντσον; Ο όγκος αυτός υπαγορεύεται από την εσωτερική οικονομία του έργου ή από την ακκιζόμενη ματαιοδοξία του συγγραφέα, καθώς αντικρίζει τον θηριώδη αριθμό της ακροτελεύτιας σελίδας;  Μπορεί ένας συγγραφέας να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε 1000 σελίδες; Ασφαλώς, αν είναι ο Ντοστογιέφσκι ή ο Τολστόι. Πόσες όμως λογοτεχνικές ιδιοφυίες  αυτού του διαμετρήματος κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά; Είναι ακόμη και οι εγνωσμένης αξίας συγγραφείς αδιάβροχοι από τις τάσεις της αγοράς ή από τη δική τους μεγαλομανία;

Για το αναγνωστικό κοινό οι προθέσεις τους και  η συγγραφική κουζίνα είναι τυλιγμένα στην αχλύ ενός μύθου. Μια θρησκευτική αποστολή κατά την οποία ο ασκητής συγγραφέας είναι αφοσιωμένος στο έργο του αντιμέτωπος με τις ωδίνες της γραφής. Σ’ αυτό το σημείο όμως υπεισέρχονται τα διαφορετικά συγγραφικά σχέδια και οι διαφορετικές τεχνικές. Από τη μια οι μινιμαλιστές, οι  στυλίστες, με πατριάρχη τον Φλωμπέρ. Ο δύσκολος τοκετός. Η αναζήτηση της ακρίβειας, της μοναδικής σωστής λέξης –le mot juste-, που αγγίζει  τα όρια του μυστικισμού.  Γράφοντας ξανά και ξανά την ίδια σκηνή. «Αυτή η σκηνή του πανδοχείου θα μου πιάσει ίσως τρεις μήνες».


Από την άλλη τα μεγαλεπήβολα σχέδια με εμβληματική φυσιογνωμία τον Μπαλζάκ. Η συγγραφική ευκολία και  ο μεγάλος διασκελισμός. Ήταν ο εφιάλτης των τυπογράφων με τις συνεχείς αλλαγές της τελευταίας στιγμής. Και μόνον η σύλληψη της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» προκαλεί ίλιγγο. Η φιλοδοξία να περιγράψει εξαντλητικά όλη την κοινωνία της εποχής του. 91 μυθιστορήματα,  30 νουβέλες, 2500 ήρωες σε 25 χρόνια.

«Τι συγγραφέας θα ήταν ο Μπαλζάκ  αν ήξερε να γράφει!» δήλωνε ο Φλωμπέρ.  Η πρώτη σκέψη μάς οδηγεί να αποδώσουμε τη ρήση του στη ζήλια. Μήπως είναι άδικη; Αν τους συγκρίνεις καταλαβαίνεις πώς ένιωθε. Η διαφορετική συγγραφική ιδιοσυγκρασία  εξηγεί την προκατάληψη. Η ακριβής λέξη, απέναντι στη βιομηχανία της γραφής. Ο ερημίτης των γραμμάτων που δεν ήθελε να βγάλει ούτε μια φωτογραφία, που αρνούνταν στους ζωγράφους να του κάνουν το πορτρέτο, απέναντι στον άνθρωπο πού ήθελε να κατακτήσει την Ευρώπη και τον κόσμο με την πένα, όπως έκανε ο Ναπολέοντας με το σπαθί του.

Και τότε, όμως, η  εμπορικότητα και η κοινωνική ζήτηση διαμόρφωναν –όπως σήμερα με τα μυθιστορήματα τούβλα- την αισθητική. Ο Μπαλζάκ ακολουθούσε και δημιουργούσε τους κανόνες της εποχής.  «Η Γεροντοκόρη» (1836) ήταν το πρώτο γαλλικό μυθιστόρημα που δημοσιεύεται σε συνέχειες.  Η λογοτεχνία σε αυτή τη μορφή υπαγορευόταν από την ανάγκη των εφημερίδων να αυξήσουν με έναν «κράχτη» τις πωλήσεις και απαιτούσε δράση, περιγραφές, καθαρά συναισθήματα. Αλλά ακόμη και οι «Χωρικοί» του κάποια στιγμή θα απορριφθούν από τον εκδότη της εφημερίδας και θα αντικατασταθούν από τη «Βασίλισσα Μαργκό» του Αλέξανδρου Δουμά. Το σύστημα –όπως πάντα-  πριμοδοτεί όποιον ακολουθεί πιστά τους κανόνες και κολακεύει το μεγάλο κοινό.

Ευτυχώς η λογοτεχνία γράφεται με πολλούς τρόπους και ο κάθε συγγραφέας επιβάλλεται ως σύνολο. Κάποιοι ακολουθούν το μονοπάτι του Φλωμπέρ, άλλοι τον δρόμο του Μπαλζάκ. Ωστόσο, κάτι μου λέει πίσω από τα περισσότερα  ογκώδη μυθιστορήματα  κάνει σινιάλο η υστεροφημία. Η αγωνία του συγγραφέα να χαράξει εφάπαξ και ακλόνητα το όνομά του στο λογοτεχνικό κανόνα. Κρύβεται η ίδια ματαιοδοξία του Μπαλζάκ, χωρίς όμως το ταλέντο που τον έκανε κλασικό.  

 «Προσωπικά μου αρέσει η ιδέα ότι μπορείς να πάρεις στα χέρια σου ένα βιβλίο και να το διαβάσεις μονομιάς ή μέσα σε τρεις ώρες, σαν να παρακολουθείς μια ταινία, μια όπερα ή ένα μεγάλο θεατρικό έργο» κλείνει το συλλογισμό του ο Ίαν Μακ Γιούαν. (ΝΕΑ 7.2.15)

Δεν υπάρχουν σχόλια: